-
1 δυναμις
1) сила, мощь(αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Plat. и σωματικέ δ. Polyb.; ἥ τοῦ θερμοῦ, τοῦ κινοῦντος δ. Arst.)
ὅση δ. πάρεστιν или οἵη ἐμέ δ. καὴ χεῖρες ἕπονται Hom. — насколько хватит (моих) сил;ὅ νόμος ἀναγκαστικέν ἔχει δύναμιν Arst. — закон имеет принудительную силу;2) могущество, власть(θεῶν Eur.; κατὰ θάλατταν Arst.)
δυνάμει προύχοντες Thuc. — превосходящие по силам;ἡγεμονικέ δ. Polyb. — авторитет полководца3) способность, возможность(τῆς ὄψεως, τοῦ φθέγγεσθαι Arst.)
κατὰ, πρὸς и εἲς δύναμιν Plat. — по (в меру) возможности, насколько возможно;4) свойствоἥ τῆς γῆς δ. Xen. — плодородие почвы5) филос. возможность, потенцияτὸ δυνάμει ( или κατὰ δύναμιν) ὄν, ἐντελεχείᾳ ( или ἐνεργείᾳ) μέ ὄν Arst. — существующее потенциально, но не в действительности
6) вооруженные силы, войска(δ. καὴ πεζέ καὴ ἱππικέ καί ναυτική Xen.; αἱ τῶν Καρχηδονίων δυνάμεις Polyb.)
7) ценность, стоимость(χρημάτων Thuc.; τοῦ νομίσματος Plut.)
8) значение, смысл(ὀνομάτων Plat., Lys.; τέν αὐτέν δύναμιν ἔχειν Lys., Dem.; οὐκ εἰδότες τίνα δύναμιν ἔχει τοῦτο Polyb.)
9) средство, снадобье(τὰς τριχὰς δυνάμεσί τισι ποιῆσαι πολιάς Diod.; κόκκοι τινὲς καὴ δυνάμεις ἄλλαι Plut.)
10) мат. степень, преимущ. квадратная Plat., Arst.11) мат. сторона квадрата Plat. -
2 συναιρέω
A grasp or seize together,Χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα Od.20.95
; seize at once,πάντα ξυνῄρει ἡ νόσος Th.2.51
; of the mind, λογισμῷ τὸ πρᾶγμα ς. Plu.Lys.22:—[voice] Med., συνελόμενος σκαφεῖον seizing a mattock, PPetr.2p.59 (cf. 3 p.xiii, iii B.C.):—[voice] Pass., to be brought together, Arist.SE 181b33; so εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον to a unity brought together by reasoning, Pl.Phdr. 249c; τὸ φιλεῖν καὶ τὸ μισεῖν.. συνῄρηται are taken into account, Arist.Rh. 1354b9 (nisi leg. συνήρτηται): hence δεῖ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι.. from all this we should collect, infer that.., Procl. in Prm.p.492 S.2 bring into small compass, shorten,τὸν Χρόνον D.S.17.116
:—[voice] Pass., συναιρεῖσθαι εἰς ἥμισυ to be halved, Ascl.Tact.2.1; to be contracted, τὰ τῶν Ἀθηναίων ταχὺ ξυναιρεθήσεσθαι (v.l. ξυναναιρ-) Th.8.24;ὁ περίβολος τῆς πόλεως.. νῦν.. καὶ μᾶλλον ἔτι συνῄρηται Plb.10.11.4
.b esp. of speaking, ξυνελὼν λέγω concisely, briefly, in a word, Th.2.41, cf. 1.70;ὡς συνελόντι εἰπεῖν X.An.3.1.38
, Mem.3.8.10, etc.;συνελόντι φάναι Gal.16.502
; so συνελόντι alone, Is.4.22;συνελόντι ἁπλῶς D.4.7
;συνελόντες τὰ ἐν μέσῳ Luc.Phal.1.6
;συνελεῖν [λόγον] εἰς βραχὺ κεφάλαιον Gal.15.754
.c Gramm., contract,τὸ ε ¯ καὶ τὸ ᾱ A.D. Pron.99.24
; of the accent of compounds, Id.Synt.304.8.II make away with, destroy all trace of, annihilate,ἀμφοτέρας δ' ὀφρῦς σύνελεν λίθος Il.16.740
(but perh. = συνέχεε καὶ εἰς ἓν συνήγαγεν, as Sch. ad. loc.): metaph., make an end of, σ. τὰς ἀσπίδας abolished them, D.S.15.44; , cf. 37.13, 50.35;συνῃρηκὼς ὥρᾳ μιᾷ Χρόνου μήκιστον.. πόλεμον Plu.Lys.11
;ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν Id.Sert.13
; diminish a measurement,τινὶ μέτρῳ προσλιπεῖν ἢ συνελεῖν IG7.3073.24
(Lebad., ii B.C.):—[voice] Pass.,τοῦ πρώτου τῶν Καρχηδονίων πολέμων ἔτει δευτέρῳ καὶ εἰκοστῷ συναιρεθέντος Plu.Marc.3
; τοῦ πλήθους ἤδη συνῃρημένου the congestion having been reduced or ended, Gal.16.499.b annihilate, make short work of a distance,ταχὺ σ. πολλὴν ὁδόν Plu. 2.759d
:—[voice] Pass.,τὸ διάστημα ταχέως ὑπὸ προθυμίας τῶν ἐλαυνόντων συνῄρητο Id.Lys.11
.2 help to take or conquer,τὴν Σύβαριν Hdt. 5.44
; βουλόμενοι σφίσι.. ξυνελεῖν (v.l. for ξυνεξ-) αὐτόν wishing that he should help them to conquer, Th.2.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναιρέω
-
3 διαπρασσω
атт. διαπράττω, эп.-ион. διαπρήσσω1) тж. med. совершать, исполнять, осуществлять, делать(πάντα τινί Her.; ταῦτα Arph.; πάγκαλον πρᾶγμα Plat.; διαπέπρακται ὃ τῶν ἐκείνου προγόνων οὐδεὴς πώποτε Isocr.)
εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔτι διαπρήξαιμι λέγων Hom. — я и за целый год не смог бы пересказать;οἱ ἀνήκεστα διαπεπραγμένοι Arst. — совершившие нечто непоправимое;τὰ χρηστήρια διαπρῆξαι Her. — привести в исполнение веления оракула2) завершать путь, проходить(ἔνθα καὴ ἔνθα δ. κέλευθον Hom.)
δ. πεδίοιο Hom. — проходить равниной3) доводить до конца, оканчивать(διαπέπρακται ὅ πόλεμος Plut.)
4) заниматься делами, работать(πλουτοῦσι, διαπράττουσι, εὐδαιμονοῦσιν Arph.)
5) ( о времени) проводить6) med. добиваться, достигатьπολλὰ δόντες δῶρα διεπράξαντο ὥστε … Xen. — многочисленными подарками они добились того, что …;
διαπράξεσθαι τέν εἰρήνην Plut. — добиться заключения мира;διεπράξατο οἰς Ἤπειρον ἀποσταλῆναι Plut. — он добился своей отправки в Эпир7) med. вести переговоры, договариваться(πρός τινα περί τινος Xen.; δι΄ ἑρμηνέων Her.)
8) pass. гибнуть(στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης Aesch.; τοῦ μὲν νοσοῦντος, τοῦ δὲ διαπεπραγμένου Soph.)
διαπεπράγμεθα Eur. — мы погибли;διαπέπρακται τὰ τῶν Καρχηδονίων Plut. — конец пришел карфагенскому государству -
4 πολλοι
οἱ1) толпа, народные массы, большинствоοἱ π. τῶν Ἑλλήνων Xen. — основная масса греков;
ὡς οἱ π. λέγουσιν Plat. — как говорится в народе2) солдатская масса, солдаты(οἱ μὲν προεστῶτες τῶν Καρχηδονίων, οἱ δὲ π. Polyb.)
-
5 ἀνακύπτω
A , Pl.Euthd. 302a;- ψω Luc. DMar.3.1
: [tense] aor.ἀνέκυψα Hdt.5.91
, etc.: [tense] pf. , X. Eq.7.10:—lift up the head, Thphr.Char.11.3; ἀνακεκυφώς with the head high, of a horse, X. l. c.; κἀγκύψας (for καὶ ἀνακύψας) ἔχε and keep your head up, Ar.Th. 236; throwing his head back,Pl.
R. 529b;ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλάς Ev.Luc.21.28
; esp. in drinking, Arist.HA 613a13, cf. E. l. c.;ἐπικύπτειν καὶ ἀ. Gal.6.146
.II come up out of the water, pop up, Ar.Ra. 1063; ; ἀ. μέχρι τοῦ αὐχένος, opp. καταδῦναι, Id.Tht. 171d, cf. Phdr. 249c.b metaph., emerge, crop up,ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοιτο Id.Euthd. 302a
;αἱ -κύπτουσαι χρεῖαι Ascl.Tact.11.7
, cf. Ath.1.25e, Cod.Just.1.2.17.c of persons, rise out of difficulties, breathe again, Hdt.5.91, X.Oec.11.5;τὰ τῶν Καρχηδονίων ἀνέκυψε Plb.1.55.1
, cf. D.Chr.13.35;ἀπὸ τῶν μυχῶν τοῦ σώματος Porph.Marc.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακύπτω
-
6 παλιν-δρομέω
παλιν-δρομέω, zurück-, rückwärtslaufen, zurückkehren; Hippocr.; Her. vit. Hom. 19; ἀντιπνεύσαντος πελαγίου ἐπαλινδρόμησε, Plut. Cic. 22; von Schiffen, D. Sic. 20, 74; a. Sp.; übertr., παλινδρομήσαντα πρὸς τὰς τῶν Καρχηδονίων ἐλπίδας, Pol. 7, 3, 8.
-
7 δια-πράσσω
δια-πράσσω, att. διαπράττω, ion. διαπρήσσω (s. πράσσω), hindurchdringen, hindurchkommen, durchmachen, vollenden, vollbringen. Homer: Odyss. 2, 213 ἄγε μοι δότε νῆα καὶ ἑταίρους, οἵ κέ μοι ἔνϑα καὶ ἔνϑα διαπρήσσωσι κέλευϑον, den Weg zurücklegen; Odyss. 2, 429 Iliad. 1, 483 von einem Schiff ἡ δ' ἔϑεεν κατὰ κῦμα διαπρήσσουσα κέλευϑον; Iliad. 2, 785. 3, 14. 23, 364 μάλα δ' ὦκα (οἱ δ' ὦκα) διέπρησσον πεδίοιο, der genitiv. ist ein Homerischer genitiv. der Ergänzung, wie er bei nominibus überall, bei verbis von Homer ungleich häufiger als in der Artischen Prosa zur Anwendung gebracht wird, διαπράσσειν τοῦ πεδίου wie wenn man ἡ διάπραξις τοῦ πεδίου sagte; Aristarch faßte διαπράσσειν πεδίοιο = διαπράσσειν διὰ τοῦ πεδίου, Scholl. Aristonic. Iliad. 23, 364 ὴ διπλῆ, ὅτι λείπει ἡ διά, διὰ πεδίου, vgl. Friedlaender Schematol. p. 26; mit particip. Iliad. 9, 326 ἤματα δ' αἱματόεντα διέπρησσον πολεμίζων; Odyss. 14, 197 ῥηιδίως κεν ἔπειτα καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ἐμὰ κήδεα ϑυμοῦ, ich würde in einem Jahre mit der Erzählung nicht durchkommen, zu Ende kommen. – Folgende: 1) durchmachen, vollenden, vollbringen; Her. 9, 94; Att., τί, Ar. Equ. 93 Plut. 217; Xen. Mem. 2, 3, 13; τινὶ ὧν δεῖται Cyr. 1, 4, 13. – Gew. im med., für sich durchsetzen, oft auch für Andere; bei Plat. nur so, theils absol., Phaedr. 256 c, theils c. acc., πάγκαλον πρᾶγμα Conv. 183 b; τὰ πάντα Gorg. 151 d, u. ä.; auch folgt μὴ διδόναι δίκην, Gorg. 479 a; ὥστε c. inf., Xen. Cyr. 7, 4, 9; Plat. Gorg. 478 e; auch διαπεπραγμένος τι, Din. 1, 97, wie Men. Perinth. fr. 1; u. Diphil. Stob. fl. 24, 1; διαπέπρακται, er hat ausgerichtet, Isocr. 4. 187; aber διαπέπρακται ὁ πόλεμος pass., Plut. Caes. 52. – Uebh. = unterhandeln, δι' ἑρμηνέων, Her. 4, 24; πρός τινα, Plat. Hipp. mai. 281 a; περί τινος πρός τινα, mit Einem über etwas, Xen. An. 7, 4, 12; durchsetzen, erlangen, ἀγαϑόν τινι παρά τινος. Is. 3, 20. – 2) die Tragg. brauchen es übertr. für tödten; στυγερῷ ϑανάτῳ διεπράχϑης Aesch. Ch. 1008; vgl. Soph. Tr 784; Eur. Ion 358; διαπεπράγμεϑα, wir sind zu Grunde gerichtet, es ist aus mit uns, Hel. 864; auch Sp., wie Plut. Fab. M. 5, διαπέπρακται τὰ τῶν Καρχηδονίων.
-
8 ἐπι-στασία
ἐπι-στασία, ἡ, = ἐπίστασις, 1) Aufmerksamkeit, Sp. ἐπιστασίαν ἔχειν, Aufm. verdienen, Ath. II, 66 d; vgl. Lob. zu Phryn. p. 528. – 2) das Amt eines ἐπιστάτης, Herrschaft, Strab. VIII, 365; τινός, Aufsicht über Jem., Plut. Alex. 7, neben ἀρχή de virt. mor. 1, der auch Lucull. 2 δεκτικώτερον ἐπιστασίας dem δυςαρκτότερον entgegensetzt; τῶν Καρχηδονίων D. Sic. 20, 32; übh. Amt, App.
-
9 ἐπι-κῡδής
ἐπι-κῡδής, ές, ruhmvoll, nur im compar.; οἱ Λακεδαιμόνιοι πολὺ ἐπικυδέστεροι ἐγένοντο ἐκ τῆς ἐπ' Ἀνταλκίδου εἰρήνης Xen. Hell. 5, 1, 36; ἐπικυδέστερα τὰ πράγματα τούτων ἐποίησε Isocr. 4, 139; συνέβη πάλιν ἐπικυδέστερα γενέσϑαι τὰ τῶν Καρχηδονίων πράγματα Pol. 4, 39, 9, öfter; ἐπικυδεστέρας ἔχειν ἐλπίδας, glänzendere, zuversichtlichere Hoffnungen haben, 16, 4, 3; ἐπικυδέστερος ὢν ταῖς ἐλπίσι κατὰ τὴν ναυμαχίαν, er war zuversichtlicher, 5, 69, 11; adv., ἐπικυδεστέρως ἀγωνίζεσϑαι, den Kampf ruhmvoll bestehen, den Sieg davontragen, Pol. 5, 23, 2.
-
10 αγερωχια
-
11 ανακυπτω
Arph. тж. ἀγκύπτω1) подниматься над поверхностью, высовываться(ἐκ τῆς θαλάσσης, μέχρι τοῦ αὐχένος Plat.)
ἀνακύψαι εἴς τι Plat. — подняться до чего-л.2) (высоко) поднимать голову(ἐλευθερωθεὴς ἀνέκυψε, sc. ὅ δῆμος Her.; πρὸς τὸν Δία Eur.; ἵππος ἀνακεκυφώς Xen.)
θεώμενός τι ἀνακύπτων Plat. — заглядевшийся на что-л. закинувши голову3) возникать, появляться, обнаруживаться(παρά τινι Arph. и ἔν τινι Plut.)
ᾔδη ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοι Plat. — я предвидел, что из этого выйдет нечто хорошее4) выходить из трудного положения, приходить в себя, оправлятьсяἀνέκυψα ἀκούσας, ὅτι … Xen. — я воспрянул духом, услышав, что …;
τὰ τῶν Καρχηδονίων ἀνέκυψε Polyb. — дела карфагенян поправились -
12 επιστασια
ἥ1) внимание, тщательность(μετ΄ ἐπιστασίας - v. l. ἐπιστάσεως - θεωρητέον Polyb.)
2) наблюдение, надзор, забота(παίδων Plat.)
3) начальствование, власть(τῶν Καρχηδονίων Diod.)
-
13 φθορος
ὅ1) разрушение, гибель(φ. καὴ ὄλεθρος Plat.)
ἴτ΄ ἐς φθόρον! Aesch. — пропади!, сгинь!2) мор, поветриеὁ φ. ἐγίγνετο οὐδενὴ κόσμῳ Thuc. — эпидемия поражала всех без разбора (досл. гибель происходила без всякого порядка)
3) поражение, разгром(φ. τῶν Καρχηδονίων Polyb.)
ἅμα φθόρῳ πολλῷ Plut. — с большими потерями (в войске)4) (тж. ἥ) бран. чума, язва Arph.5) досл. порча, перен. расточитель(φ. ἀργυρίω Theocr.)
-
14 παλινδρομέω
A run back again,ἐπὶ τόπον J.BJ3.2.3
;ἐς ταὐτά Aret. SD1.6
: abs., Manetho ap.J.Ap.1.26; of a ship, Ps.-Hdt.Vit.Hom. 19, D.S.20.74, Plu.Cic.32: prov.,παλινδρομῆσαι μᾶλλον ἢ κακῶς δραμεῖν Luc.Asin.18
.II Medic., go back without coming to a head, of an abscess, dub. in Hp.Prog.18; μὴ -δρομῇ τὸ ἐρυσίπελας ἔσω strike inwards, ib.23.b recur, relapse, Id.Epid.2.3.18, Aret. SA1.7, Luc.Abd.32.c παλινδρομῶν σφυγμός recurrent, recovering, Gal.9.510, Marcellin.Puls. 400.III metaph., π. πρὸς τὰς τῶν Καρχηδονίων ἐλπίδας fall back upon.., Plb.7.3.8;γεωμετρία ἐπὶ τὰ αἰσθητὰ -δρομοῦσα Plu.2.718f
.2 βλασφημία -δρομοῦσα, of abuse which comes home to roost, ib.88d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλινδρομέω
-
15 ἐπιστασία
A = ἐπίστασις 11.2, attention, care, ἐ. ποιεῖσθαί τινος Ph.1.192, cf. Phld.Rh.2.149 S.(prob.); ἐ. ἔχειν deserve attention, Ath.2.66b.2. recognition,ἐς ἐ. τῆς νούσου ἀφικνεόμενοι Aret. SD1.6
.II. authority, dominion, πρὸς τὴν ἐ. αὐτῶν dominion over them, Str.8.5.5; τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐ. D.S. 20.32: abs., Plu.Luc.2, Nic.28; ἀρχικὴ ἐ. Stoic.3.158, cf. 2.339 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστασία
-
16 ὕπαρχος
ὕπαρχ-ος, ὁ,A subordinate commander, lieutenant,ὕ. ἄλλων.. οὐχ ὅλων στρατηγός S.Aj. 1105
;ὕ. ὢν τῷ ἀδελφῷ Luc.DMort.12.2
;ὑπάρχοις τοῖς ἐμοῖς E.Hel. 1432
.2 subordinate governor, of satraps, etc., Hdt.3.70, 4.166, al., X.An.4.4.4;Ἰωνίας Th.8.31
;Ἑλλησποντίων Sor.Vit.Hippocr.8
; in the Seleucid kingdom, OGI225.36 (Didyma, iii B. C.).b = Lat.proconsul, Epigr.Gr.906 ([place name] Gortyn); = legatus,ὕ. Αὐτοκράτορος Καίσαρος Inscr.Prien.247
, cf. App.BC5.26, D.C.36.36, al.; ὕ. Αἰγύπτου, = praefectus Aegypti, Arr.An.3.5.7; ὕ. τοῦ ἱεροῦ πραιτωρίου, = praefectus praetorio, IGRom.3.435 ([place name] Pisidia), cf. Lyd. Mag.1.14, al., Gloss.; so ὕ. alone, in verse, of the praefectus praetorio Illyrici, IG22.4224 (v A. D.), cf. 4226 (v A. D.), 7.94 (Megara, v. A. D.); ὁ τῆς πόλεως ὕ., = praefectus urbi, Lyd.Mag.1.38, cf. 2.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕπαρχος
-
17 ἀποπειράομαι
ἀπο-πειράομαι, [tense] fut. -άσομαι [ᾱ]: [tense] aor. [voice] Pass. ἀπεπειράθην, [dialect] Ion. -ήθην, v. infr.:—A make trial or proof of.., τῶν μαντηΐων, τῶν δορυφόρων, Hdt.1.46, 3.128;ἀ. ἑκάστου εἰ ναυμαχίην ποιέοιτο Id.8.67
, cf. 9.21; ἀ. γνώμης [ἑκάστου] Id.3.119;τῆς γνώμης ἀποπειρῶ Ar.Nu. 477
, cf. And.1.105;ἀ. τινὸς εἰ δύναιτο ἀληθεύειν X. Cyr.7.2.17
, cf. 2.3.5; ναυμαχίας ἀποπειρᾶσθαι to venture it, Th.4.24: abs.,ἐπεὰν ἀποπειρηθῇ Hdt.2.73
; freq. in Pl., to express the dialectical trial of an opponent, Prt. 311b, 349c, al.II [voice] Act., esp. in Th., ; ; ἀποπειρᾶσαι τοῦ Πειραιῶς make an attempt on the Piraeus, etc., 2.93, cf. 4.121: abs.,κατὰ γῆν ἀ. 4.107
, cf. 7.36;τῶν τειχῶν App.BC5.36
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπειράομαι
-
18 προστίθημι
Aποιθέμεν IG42(1).121.17
(Epid.); ποτθέμειν prob. in Epich.170.8: late [tense] pres. [full] προστιθῶ Ps.- Luc.Philopatr.18,27; imper.προστίθει A.Pr.83
: [tense] fut. προσθήσω: [tense] aor. προσέθηκα, pl. - έθεμεν, subj.προσθῶ Th.4.86
, [dialect] Ion.προσθέω Hdt.1.108
:— [voice] Med., [tense] fut.προσθήσομαι LXX Ex.14.13
: [tense] aor. 1προσεθηκάμην Hdt.4.65
: more freq. [tense] aor. 2 προσεθέμην, subj. προσθῶμαι (not πρόσθωμαι), [ per.] 3sg. opt.προσθεῖτο D.6.12
, butπρόσθοιτο Id.11.6
; [dialect] Dor. part.ποτθέμενος, Πρακτικά 1931.89
([place name] Dodona): [tense] pf. :—[voice] Pass., [tense] aor. 1προσετέθην Th.3.82
: [tense] fut. , al. (- τεθήσεσθαι is f.l. ib.Ex.5.7): but the [tense] pf. [voice] Pass. is chiefly supplied by πρόσκειμαι:— put to,χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν Od.9.305
; π. τὰς θύρας, τὴν θύραν, put to, close the door, Hdt.3.78, Lys.1.13;τὰς πύλας Th.4.67
; κλίμακας [τοῖς πύργοις] Id.3.23; κόμῃ προσθεῖσα βόστρυχον holding it close to.., A.Ch. 229;χέρα ἐλάτῃ E.Ba. 1110
;γόνασιν ὠλένας Id.Andr. 895
, cf. S.Ph. 942; ; π. μύωπας apply the spur, Plb.11.18.4;π. χεῖρ' ἐπὶ πρόσωπα E.Ph. 1699
; apply a pessary, Hp. Nat.Mul.32, Sor.1.62, al.; [ κύαθον] Arist.Pr. 890b24:—[voice] Pass., of pessaries, Dsc.1.76, al., Sor.1.35, al.2 hand over, deliver to,θεῶν γέρα.. ἐφημέροισι προστίθει A.Pr.83
, cf. h.Merc. 129; τινὶ γυναῖκα π. give her to him as wife, Hdt.6.126; but π. γυναικὶ τάλαντον, as a dower, Hyp.Lyc.13; ;Ἅιδῃ ἐμὸν δέμας Id.Hec. 368
, cf. IA 540;π. τινὰ πυρί Id.Supp. 948
;σφαγέντα παῖδα π. πόλει Id.Ph. 964
;τισὶ π. πόλιν Th.4.86
;τὴν διοίκησιν τῶν κοινῶν ἑαυτῷ D.C.52.14
; alsoνᾶσον εὐκλέϊ π. λόγῳ Pi.N.3.68
.3 give besides or also, ;προῖκα D.19.195
;χρήματα Id.18.239
, etc.;πίστιν ὑμῖν Id.54.42
;τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις Men.557
: abs., spend money,οὐ μόνον ἄνευ μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθεὶς ἂν ἡδέως Pl.Euthphr.3d
, cf. Arist.EN 1130a25, Iamb.Protr.9.II impose upon,πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω Hdt.1.108
, cf. 3.62: c. inf.,π. τινὶ πρήσσειν Id.5.30
; π. μέτρον impose measure or bounds, A.Ch. 796 (lyr.); π. τινὶ ἀτιμίην impose, inflict disgrace upon him, Hdt.7.11; π. <φθόρον> A.Ch. 482;ἐπ' ἐμαυτῷ ἀράς S.OT 820
; ;αύτὸς αὑτῷ τὴν βλάβην Id.Fr. 350
; λύπην, πόνους, E.Supp. 946, Heracl. 505;ἀναλώματα IG14.830.12
(Puteoli, ii A.D., [voice] Pass.); π. τινὶ ἔκπληξιν ἀφασίαν τε strike him dumb with fear, E.Hel. 549;ἐνθύμιον τοῖς ζῶσι Antipho 3.1.2
;τισὶ ζημίας Th.3.39
; π. φιλανθρωπίαν εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα employ it on.., D.19.140.2 attribute or impute to, , cf. Th.3.39 ([voice] Pass.); π. θράσος μοι impute boldness to me, E.Heracl. 475;θεοῖσι π. ἀμαθίαν Id.Hipp. 951
;ἀπληστίαν λέχους γυναιξί Id.Andr. 219
; .III add,τάδε τούτοισι Hdt.1.20
, al.;πρὸς [τῇ γνώμῃ] ἔργα Id.4.139
; ἄλλον πρὸς ὦν ἔθηκαν χρυσόν ib. 196;χάριτι χάριν E.HF 327
;νοσοῦντι νόσον Id.Alc. 1048
;π. τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε Th.2.35
, cf. Hdt.2.136 ([voice] Pass.), Pl.R. 468b; προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (for πλέον ἤ ..) ib. 335a; ἄγγελλε δ' ὅρκον π. S.El.47 (Reiske for ὅρκῳ codd., cf. ;ὀμόσας.. προσθείς τε χεῖρα δεξιάν Ph. 942
);τὴν στήλην ὕστερον προσέθηκε IG12.374.174
;τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις οὔτ' ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι Arist.EN 1106b11
; ; π. γράμματα ib. 418a, cf. 431c; alsoπ. ἐπὶ τοῖσδε χάριν S.Tr. 1253
;ἵππον πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63
;πρὸς τὸν μισθὸν ἑκάστῳ ὀβολόν X.HG1.5.6
, cf. Pl.Phlb. 33c: abs., make additions, Th.3.45;πρὸς τὰ ὑπάρχοντα -τιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται Arist.Rh. 1359b28
; make additions to a story, improve it, Id.Po. 1460a18; also of actors, ib. 1461b30: esp. of adding articles to statements or documents,προσθεῖναι οὐδὲν εἶχον τοῖς εἰρημένοις οὐδ' ἀφελεῖν Isoc.12.264
, cf.POxy.1062.4 (ii A.D.), etc.; π. καὶ ἀφελεῖν τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Foed. ap. Th.5.23, cf. 29; π. τὶ πρὸς τοῖς ξυγκειμένοις Foed.ib.47; πρὸς τὰς συνθήκας Foed. ap. Plb.21.43.27;π. ὅτι.. D.18.231
; of entries in accounts,προσετέθη τὰ τέλη τῷ κυριακῷ λόγῳ PAmh.77.15
(ii A.D.), cf. BGU620.15 (iv A.D.), etc.; π. τινὶ [ἀργύριον] pay, PMich.Zen.28.24 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.647.56 (iii B.C.), PRyl.153.27 (ii A.D.); πρόσθες εἰς ὄνομα Ἐπωνύχου credit to account of E., Ostr. 1159 (ii/iii A.D.); pay in, deposit gold in a bank or mint, PCair.Zen.23.32 (iii B.C.).2 c. acc. pers., τίνα τῇδε προστιθῶ στάσει; A.Ch. 114; Ἀθηναίοις π. σφᾶς αὐτούς join their party, Th.3.92; π. ἑαυτόν τινι ἐς πίστιν, ἐπὶ ἰδίοις κέρδεσι, Id.8.46,50.3 Math., add,πὸτ ἀριθμόν.. φᾶφον Epich.170.8
(prob.); [χωρίον] ἕτερον αὐτῷ τουτὶ ἴσον Pl.Men. 84d
; πρὸς πεπερασμένον ἀεὶ π. Arist.Ph. 266b2:—[voice] Pass.,εἴ κα.. ποτὶ τὸ ἕτερον τῶν βαρέων ποτιτεθῇ,.. ῥέπειν ἐπὶ τὸ βάρος ἐκεῖνο ᾧ ποτετέθη Archim.Aequil.1
Def.2, cf. Euc. 1Ax.2, etc.;κοινοῦ -τεθέντος Papp.742.15
.4 in Logic, add some determining word, opp. ἀφαιρεῖν, Arist.APo. 91b27, cf.EN 1147b33.5 in LXX and NT, continue or repeat an action, c. inf.,προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι LXX Ge.18.29
; οὐ προσθήσω ἔτι πατάξαι ib.8.21; οὐ μὴ προσθῶ πεῖν I will not drink again, Ev.Marc.14.25 (v.l.); also προσθεὶς Ἰὼβ εἶπεν Job continued and said, LXXJb.27.1;προσθεὶς εἶπε παραβολήν Ev.Luc.19.11
; προσθεῖσα ἔτεκεν υἱόν she bore another son, LXX Ge.38.5:—also in [voice] Med., v. infr. B.111.B [voice] Med., side with one,οἷς ἂν σὺ προσθῇ S.OC 1332
, cf. Th.3.11, 8.48, 87, D.6.12, 11.6, 52.25; τῷ ἀστῷ π. to be favourable, wellinclined to him, Hdt.2.160, cf. D.43.34; τῇ ἡδονῇ side with pleasure, Arist.MM 1201a2: abs., come in, submit, Epist.Phil. ap. D.18.39.2 assent, agree,οὔ οἱ ἔγωγε π. τῇ γνώμῃ Hdt.1.109
, cf. 3.83, Th.6.50, X. An.1.6.10;τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι Hdt.2.120
;τῷ Καρχηδονίων νόμῳ Pl. Lg. 674a
: later c. inf., consent, bring onself to, J.AJ19.1.8.3 φῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι will deposit this vote in favour of Orestes, i.e. will vote in his favour, A.Eu. 735; ; so μὴ μιᾷ φήφῳ π. (sc. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Th.1.20
; φῆφον π. ἐναντίαν τινί ib.40;φῆφον π. ὥστε ἀποκτεῖναι OGI218.102
(Ilium, iii B.C.).4 Math., add, Sammelb. 6951 ii 30, al. (ii A.D.).II c. acc. pers., associate with oneself, i.e. take to one as a friend, ally, or helper, win over,π. τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν Hdt.5.69
, cf. Th.6.18;εἰ στρατὸν προσθέοιτο φίλον Hdt. 1.53
, cf. 69, S.OC 404; ταύτην προσθοῦ δάμαρτα take her to wife, Id.Tr. 1224: also in bad sense,πολέμιον π. τινά X.Cyr.2.4.12
.2 c. acc. rei, apply to oneself,βάλανον Hp.Epid.1.26
.a', cf. 4.30 (abs., ib.1.26.δ'); ὀξύβαφον προσθοῦ λαβών Ar.Av. 361
; : metaph., put on,τῇ ὄφει ἀχθηδόνας Th.2.37
; add to oneself, gain, τί ἂν προσθείμην πλέον; what should I be profited? S.Ant.40; π. χάριν, = ἐπιχαρίζεσθαι, Id.OC 767; esp. of evils, bring or take upon onself,πρὸς κακοῖσι κακόν A.Pers. 531
; ; ;ἄχθος ἐπ' ἄχθει π. διπλοῦν Id.Andr. 396
; οἰκεῖον πόνον, κινδύνους αὐθαιρέτους, Th.1.78, 144; ἔχθρας ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις π. Pl.Prt. 346b.b bring upon others, οἱ.. πόλεμον προσεθήκαντο made war upon him, Hdt.4.65; οὐκ ἄν σφι Σπαρτιήτας μῆνιν οὐδεμίαν προσθέσθαι vented any wrath upon.., Id.7.229.III in LXX and NT, continue or repeat an action (cf. supr. A.111.5),οὐ προσθήσεσθε ἔτι ἰδεῖν αὐτούς LXX Ex.14.13
; προσέθετο πέμφαι ἕτερον Ev. Luc.20.11; προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον he caused Peter also to be arrested, Act.Ap.12.3; alsoΦαραὼ προσέθετο τοῦ ἁμαρτάνειν LXX Ex.9.34
; οὐ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι ib.Ge.8.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστίθημι
-
19 ἐπικράτεια
ἐπικρᾰτ-εια, ἡ,A mastery, σωφροσύνη ἐστὶν ἐ. τῶν ἐπιθυμιῶν ib.4 Ma.1.31; possession, X.Cyr.5.4.28; rule, Plb. 12.25.3, etc.; victory, superiority, Id.2.1.3.2. predominance, in heredity, Placit.5.7.6; διάφορος τῶν χυμῶν ἐ. S.E.P.1.80; τὸ κατ' ἐπικράτειαν ὠνομασμένον αἷμα named from its dominant element, opp. εἰλικρινὲς αἷμα, Gal.15.74, cf. 5.672, 17(2).216; παρὰ τὰς ἐ. Placit.4.9.9: Gramm., prevalence, authority, A.D. Synt.256.26, al.; numerical superiority, ib.326.14.3. prevailing opinion, ἐν τοῖς συμβαίνουσιν.. κατὰ τὴν ἐ... στροβοῦνται Polystr.p.22 W.;αἱ κατ' ἐπικράτειαν δόξαι Epicur.Nat. 1431.8
.II. of a country, realm, dominion,ἄπιμεν.. ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας X.An.7.6.42
, cf. Hier.6.13; ὑπὸ τῇ ἐ. τοῦ χωρίου within the country subject to the place, Id.An.6.4.4; ἡ Καρχηδονίων ἐ. Pl.Ep. 349c; of a Roman province, Ph. 2.518, 583 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικράτεια
-
20 προς-τίθημι
προς-τίθημι (s. τίϑημι), dazu, daran, hinan setzen; χερσὶν ἀπώσασϑαι λίϑον, ὃν προςέϑηκεν, Od. 9, 305; ϑύρας, die Thürflügel anlehnen u. schließen, Her. 3, 78, wie ϑύραν, Lys. 1, 13; κλίμακας πύργοις, anlegen, Thuc. 3, 23; σοῖς προςτίϑημι γόνασιν ὠλένας ἐμάς, Eur. Andr. 896; πρῆγμά τινι, Einem noch dazu ein Geschäft auf legen, Her. 1, 108. 3, 62, wie τόδ' ἔργον προςτιϑεὶς ἐμῷ τέκνῳ, Eur. Suppl. 27; πονους τινί, Heracl. 506; ϑεῶν γέρα συλῶν ἐφημέροισι προςτίϑει, Aesch. Prom. 83; μέγαν προςϑεῖσα Αἰγίσϑῳ μόρον, Ch. 475; μέτρον, 785; ἐπ' ἐμαυτῷ τὰς ἀράς, Soph. O. R. 820; ἐπεὶ ἀνάγκην προςτιϑεῖς ἡμῖν ϑανεῖν, Eur. Herc. F. 710; vgl. Xen. Cyr. 2, 4, 12; τὸ στόμα πρὸς τὸ στόμα προςϑήσεις, Mem. 2, 6, 39; – hinzusetzen, hinzufngen; H. h. Merc. 129; εὐλογίαν προςτιϑείς, Pind. Ol. 5, 24; νᾶσον προςέϑηκε λόγῳ, N. 3, 68, d. i. er feierte die Insel in der Rede; κόσμον ἀγάλματι, Eur. Hipp. 631; χάριτι χάριν, Herc. F. 327; νοσοῠντι νόσον, Alc. 1051; εὐκλεᾶ βίον παισίν, Hipp. 717; auch λύπην τινί, Suppl. 946; Ὀρέστῃ ψῆφον, Aesch. Eum. 705; μὴ καί τι πρὸς κακοῖσι πρόςϑηται κακόν, Pers. 523; μνημεῖ' Ὀρέστου ταῠτα προςϑεῖναί τινα, Soph. El. 921; κἀπὶ τοῖςδε τὴν χάριν ταχεῖαν πρόςϑες, Tr. 1243; τὰ δεινὰ γάρ τοι προςτίϑησ' ὄκνον πολύν, Ant. 243, wie βλάβην τινί, frg. 321; auch med., ταύτην πρόςϑου δάμαρτα, nimm dir zur Frau, Tr. 1224; vgl. Her. 6, 126, προςϑεῖναί τινι γυναῖκα, Einem ein Weib geben; u. = act., τῶν ἀρσένων μή μοι πρόςϑῃ μέριμναν, Soph. O. R. 1460, mache mir nicht Sorge über sie; χάριν προςϑέσϑαι = χαρίσασϑαι, O. C. 771; πλέον προςϑείμην, sich mehr hinzufügen, d. i. Vortheil haben, Ant. 40; – τῷ ϑεῷ προςτιϑῇς τὴν αἰτίαν, zuschieben, beimessen, Eur. Ion 1525; ϑεοῖσι προςϑεὶς ἀμαϑίαν, Hipp. 951; – προςϑεῖναί τινι ἀτιμίην, beilegen, zuschreiben, Her. 7, 11; Thuc. oft; προςτίϑημι τῷ νόμῳ, zum Gesetze hinzusetzen, Plat. Rep. V, 468 d; auch absolut, σὺ δὲ προςτίϑης, ib. I, 339 b; Ggstz ἐλλείπω, Crat. 431 d, ἐξαιρέω, von Buchstaben, 418 a; ἐάν τι ἀφέλωμεν ἢ προςϑῶμεν, 432 a; er vrbdt auch κελεύεις ἡμᾶς προςϑεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς τὸ πρῶτον ἐλέγομεν, Rep. I, 335 a, statt πλέον ϑεῖναι ἤ; προςϑήσει καὶ ἀναλώσει τῆς οὐσίας, zusetzen, vermehren, IX, 591 e; Xen. u. Folgde. – Ader auch ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις, Men., daransetzen, zusetzen, einbüßen; – προςτιϑέναι τινὰ τῷ κατϑανεῖν, Einen zum Tode verurtheilen. – Im med. sich Einem anschließen, ihm beistimmen, sc. τὴν ψῆφον oder γνώμην, ἔτι μᾶλλον προςϑείμην ἂν τῷ Καρχηδονίων νόμῳ, Plat. Legg. II, 674 a; τῇ γνώμῃ, Her. 1, 109. 3, 83. 6, 109; Xen. An. 1, 6, 10; τῷ λόγῳ τῷ λεχϑέντι, Her. 2, 120, τῷ ἀστῷ, d. i. ihm günstig, geneigt sein, 2, 160, Thuc. oft, z. B. Ἀϑη ναίοις προςϑέμενον, 8, 48; Folgde, vgl. Pol. 1, 16, 3. 5, 71, 1; – προςτίϑεσϑαί τινα, sich Einen beifügen, ihn zum Bundesgenossen, Gehülfen machen, ihn mit sich verbinden, Her. 1, 53. 69. 3, 74 u. oft; Thuc. προςεϑέμεϑα αὐτούς, 6, 18, Schol. ξυμμάχους ἐποιησάμεϑα; Folgde; aber auch πολέμιον, sich Einen noch dazu zum Feinde machen; ἰσχύν, seine Macht vergrößern; προςτίϑεσϑαι πλέον, zunehmen; ὥςτε ἔχϑρας ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις προςτίϑεσϑαι, noch hinzufügen, Plat. Prot. 346 d; – πόλεμόν τινι, Einem den Keieg erklären, Her. 4, 65; μῆνιν προςϑέσϑαι τινί, Zorn gegen Einen hegen, 7, 229; – τινί τι προςϑέσϑαι, Einem Etwas ans Herz legen, dringend anempfehlen.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… … Dictionary of Greek
Ξάνθιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αρίφρονα και πατέρας του Περικλή. Είχε παντρευτεί την ανιψιά του Κλεισθένη, Αγαρίστη. Καταγόταν από ισχυρή οικογένεια της Αττικής και υπήρξε φυσιογνωμία στους χρόνους… … Dictionary of Greek
έρυξ — Αρχαίος οικισμός στο ομώνυμο βουνό της δυτικής Σικελίας. Κατά τη μυθολογία, στο βουνό αυτό ιδρύθηκε αρχικά ένα ιερό προς τιμήν της Αφροδίτης Αστάρτης, το οποίο, όπως πίστευαν, θεμελίωσε ο Έρυξ ή ο Αινείας, γιοι και οι δύο της Αφροδίτης. Αργότερα … Dictionary of Greek
Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… … Dictionary of Greek
Μάρκελλος, Μάρκος Κλαύδιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός (270 – 208 π.Χ.). Διακρίθηκε στους αγώνες της Ρώμης κατά των Ινσόμβρων, των Συρακούσιων και των Καρχηδονίων. Μετά τη νίκη του κατά των Ινσόμβρων αναγνωρίστηκε από τον λαό ως τρίτος και τελευταίος άρχοντας… … Dictionary of Greek
Μασσανάσσης — (240 π.Χ. – 148 π.Χ.). Βασιλιάς της Νουμιδίας. Ήταν γιος του βασιλιά της ανατολικής Νουμιδίας, αρχηγού της φυλής των Μασσυλίων. Μεγάλωσε στην Καρχηδόνα, με την οποία ο πατέρας του ήταν σύμμαχος, και αργότερα πολέμησε και ο ίδιος στο πλευρό τους… … Dictionary of Greek
Ιμίλκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαίας Καρχηδόνας. 1. Καρχηδόνιος ναύαρχος (5ος αι. π.Χ.). Εξερεύνησε τις δυτικές ακτές της Ευρώπης, την εποχή που ο Άννων περιέπλεε τις δυτικές ακτές της Αφρικής. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (5ος 4ος αι. π.Χ.). Ανιψιός … Dictionary of Greek
φοινικιστί — Α επίρρ. στη γλώσσα τών Φοινίκων ή τών Καρχηδονίων ή κατά τον τρόπο τών Φοινίκων ή τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοινικίζω (ΙΙ) + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. ἀττικισ τί). Η σημ. αυτή τού ρ. απαντά μόνο σε αυτόν τον επιρρμ. τ.] … Dictionary of Greek
Καρθαγένη — I (Cartagena). Πόλη (184.686 κάτ. το 2001) και λιμάνι της νοτιοανατολικής Ισπανίας, στην επαρχία Μούρθια. Αποτελεί βιομηχανικό κέντρο και είναι το σημαντικότερο σε εμπορική κίνηση λιμάνι της Ισπανίας. Διαθέτει διυλιστήριο πετρελαίου και… … Dictionary of Greek